κράμπα

κράμπα
Ακούσια και επώδυνη σύσπαση ενός ή περισσότερων μυών. Οι κ. εμφανίζονται λόγω της συσσώρευσης των τοξικών προϊόντων της κόπωσης σε αγύμναστες μυϊκές μάζες κατά τη διάρκεια ή ύστερα από υπερβολική άσκηση (επαγγελματικές κ., κ. των αθλητών), μετά από έκθεση στο κρύο (για παράδειγμα, κ. των κολυμβητών), σε άτομα που δουλεύουν σε υψηλές θερμοκρασίες είτε λόγω κακής αιμάτωσης (κ. επί αγγειακών νοσημάτων των άκρων). Κ. μπορεί να παρουσιαστούν και κατά την εξέλιξη παθήσεων των νεύρων (νευρίτιδες κ.ά.), του μεταβολισμού (τετανία) ή λοιμωδών νοσημάτων (τέτανος). Τέλος, ορισμένοι επιστήμονες αναφέρονται και στις νυχτερινές κ., οι οποίες παρουσιάζονται σε άτομα φαινομενικά υγιή· η αιτία αυτού του τελευταίου τύπου κ. παραμένει αδιευκρίνιστη.
* * *
η
ιατρ. ακούσια, τονική, επώδυνη σύσπαση ενός ή πολλών μυών, ιδίως τής κνήμης ή τού άκρου ποδός, που επέρχεται απότομα, υποχωρεί γρήγορα και οφείλεται σε ποικίλα αίτια, όπως κοπιαστική πορεία, κακή στάση, διαταραχές τής κυκλοφορίας κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. crampe < γερμ. Krampf].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κράμπα — η (λ. γαλλ.), (ιατρ.), ακούσια σύσπαση ενός ή πολλών μυών, που προκαλεί πόνο: Ενώ κολυμπούσε, έπαθε κράμπα και φώναξε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμική κράμπα — Οποιαδήποτε κράμπα στο χέρι, στο πόδι ή στην κοιλιά, που προκαλείται από εξάντληση νερού και άλατος από τη ζέστη …   Dictionary of Greek

  • συνολκή — η, ΝΜΑ 1. συστολή, μάζεμα 2. ιατρ. ακούσια, επώδυνη και παροδική σύσπαση μυός ή ομάδας μυών, σπασμός, κράμπα (α, «συνολκή τού στήθους» στηθάγχη β. «μυῶν συνολκή», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. αρχ. κατάποση, καταβρόχθιση αρχ. 1. σπασμώδης συστολή τετάνου 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”